περιίκω

περιίκω
Α
δωρ. τ. τού περιήκω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἵκω δωρ. τ. τού ἥκω «έχω έρθει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”